- γρυ
- βλ. γρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρῦ — a syllable indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν … Dictionary of Greek
γρυπῶν — γρῡπῶν , γρύψ griffin masc gen pl γρυπή vulture s nests fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλίζει — γρῡλίζει , γρυλίζω grunt pres ind mp 2nd sg γρῡλίζει , γρυλίζω grunt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλίζοντα — γρῡλίζοντα , γρυλίζω grunt pres part act neut nom/voc/acc pl γρῡλίζοντα , γρυλίζω grunt pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυπόν — γρῡπόν , γρυπός hook nosed masc acc sg γρῡπόν , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυπός — γρῡπός , γρύψ griffin masc gen sg γρῡπός , γρυπός hook nosed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυπότατον — γρῡπότατον , γρυπός hook nosed masc acc superl sg γρῡπότατον , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύτα — γρύ̱τᾱ , γρῦτα woman s dressing case fem nom/voc/acc dual γρύ̱τᾱ , γρῦτα woman s dressing case fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλιζούσης — γρῡλιζούσης , γρυλίζω grunt pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)